- αιθυλικός
- -ή, -ό [αιθύλιο]αυτός που ανήκει στο αιθύλιο ή προέρχεται από αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλυτής — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
φαινυλαιθυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλαιθυλική αλκοόλη» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης φαινυλαιθανόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylethylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylique «αιθυλικός»] … Dictionary of Greek
διαζωοξικός αιθυλεστέρας — Ο αιθυλικός εστέρας του διαζωοξικού οξέος, με χημικό τύπο N2CHCOOC2H5. Σχηματίζεται από τον υδροχλωρικό εστέρα της γλυκίνης, με επίδραση νιτρώδους οξέος. Είναι τοξικό, κίτρινο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, σημείο τήξης 24°C, σημείο βρασμού 143°C,… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
συντηρητικά — Ονομασία ουσιών τις οποίες προσθέτουν συνήθως σε μικρή αναλογία, σε προϊόντα που αλλοιώνονται εύκολα, με σκοπό τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σπουδαιότερα από τα σ. που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το αλάτι … Dictionary of Greek